- προσγραφον
- πρόσγραφονπρόσ-γρᾰφοντό записка, заметка
π. τῆς τιμῆς Plut. — счет или ценник
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
π. τῆς τιμῆς Plut. — счет или ценник
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πρόσγραφον — πρόσγραφος added to a list masc/fem acc sg πρόσγραφος added to a list neut nom/voc/acc sg προσγράφω write besides imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) προσγράφω write besides imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσγραφος — ον, Α [προσγράφω] 1. αυτός που έχει προστεθεί στον κατάλογο («τοῑς ἀρχαιοτάτοις πολίταις καὶ τοῑς προσγράφοις», Διον. Αλ.) 2. συμπληρωματικό έγγραφο 3. φρ. «τὸ πρόσγραφον τιμῆς» σημείωση ή λογοριασμός τής τιμής ενός πράγματος … Dictionary of Greek